πολλαπλασιαστέος — α, ο 1. αυτός που πρέπει να πολλαπλασιαστεί. 2. (αριθμ.), το αρσ. ως ουσ., πολλαπλασιαστέος ο αριθμός που πρόκειται να επαναληφθεί, να πολλαπλασιαστεί επί άλλον αριθμό (τον πολλαπλασιαστή) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιαστής — ο 1. αυτός που πολλαπλασιάζει, που αυξαίνει. 2. (μαθημ.), ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός: Οι όροι της πράξης του πολλαπλασιασμού είναι ο πολλαπλασιαστής, ο πολλαπλασιαστέος και το γινόμενο. 3. κάθε εργαλείο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)